- Ἤλιδος
- Ἦλιςfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρόπηλις — ήλιδος, ἡ, Α (αττ. τ.) βλ. τροπαλίς … Dictionary of Greek
τρύηλις — ήλιδος, ἡ, Α βλ. τρυηλίς … Dictionary of Greek
χορτότηλις — ήλιδος, ἡ, Α μίγμα από χόρτο και τήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + τῆλις «είδος φυτού, κόλιαντρο»] … Dictionary of Greek
Αμαλιάδας, δήμος — Δήμος (32.090 κάτ.) του νομού Ηλείας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγίου Δημητρίου, Αγίου Ηλία Πηνηίων, Αμπελοκάμπου, Αυγείου, Γερακίου, Δάφνης, Δαφνιωτίσσης … Dictionary of Greek
Oleni — For a municipality in the prefecture of Achaea, see Olenia. There is also Oleni Island and Oleni in Russia. Oleni Ωλένη Location … Wikipedia
Amaliada — Gemeinde Amaliada (1924–2010) Δήμος Αμαλιάδας (Αμαλιάδα) … Deutsch Wikipedia
Kendro — Gemeinde Amaliada Δήμος Αμαλιάδας (Αμαλιάδα) DEC … Deutsch Wikipedia
Эниан, Георгиос — Георгиос Эниан … Википедия
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
εύδιφρος — εὔδιφρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία άρματα («Ἤλιδος εὐδίφροιο», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δίφρος «άρμα»] … Dictionary of Greek